κυβίστηση — η (Α κυβίστησις) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω (ὀρχήσεις παίδων καὶ κυβιστήσεις», Πλούτ.) νεοελλ. αστρον. 1. τυχαία περιστροφή πυραύλου, δορυφόρου ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα 2. (αθλ.) γυμναστικό άλμα που… … Dictionary of Greek
ανακυβίστηση — η αναπήδηση από μία στάση εξαρτήσεως από δίζυγο, που φέρνει τον γυμναζόμενο σε όρθια στήριξη επάνω σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κυβίστηση] … Dictionary of Greek
εκκυβίστηση — η 1. (στη γυμναστική) η επάνοδος από την κυβίστηση στην ορθοστασία 2. (στα διπλά σχοινιά) η μετάβαση από την ανακυβίστηση στην κατακόρυφη εξάρτηση … Dictionary of Greek
εκκυβιστώ — ( άω) (Α ἐκκυβιστῶ) νεοελλ. επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση αρχ. 1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.) 2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω … Dictionary of Greek
επικυβιστώ — ἐπικυβιστῶ, άω (AM) κάνω κυβίστηση (= τούμπα) επάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek
κυβιστητεία — κυβιστητεία, ἡ (Α) η κυβίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυβιστητεύω] … Dictionary of Greek
παρακυβιστώ — άω, Μ χάνω την ισορροπία μου κατά την κυβίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»] … Dictionary of Greek
τούμπα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Παιονίας, του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Φυλλίδας, του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > … Dictionary of Greek