κυβιστήσῃ

κυβιστήσῃ
κυβιστήσηι , κυβίστησις
somersault
fem dat sg (epic)
κυβιστάω
tumble head foremost
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
κυβιστάω
tumble head foremost
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
κυβιστάω
tumble head foremost
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυβίστηση — η (Α κυβίστησις) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω (ὀρχήσεις παίδων καὶ κυβιστήσεις», Πλούτ.) νεοελλ. αστρον. 1. τυχαία περιστροφή πυραύλου, δορυφόρου ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα 2. (αθλ.) γυμναστικό άλμα που… …   Dictionary of Greek

  • ανακυβίστηση — η αναπήδηση από μία στάση εξαρτήσεως από δίζυγο, που φέρνει τον γυμναζόμενο σε όρθια στήριξη επάνω σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κυβίστηση] …   Dictionary of Greek

  • εκκυβίστηση — η 1. (στη γυμναστική) η επάνοδος από την κυβίστηση στην ορθοστασία 2. (στα διπλά σχοινιά) η μετάβαση από την ανακυβίστηση στην κατακόρυφη εξάρτηση …   Dictionary of Greek

  • εκκυβιστώ — ( άω) (Α ἐκκυβιστῶ) νεοελλ. επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση αρχ. 1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.) 2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • επικυβιστώ — ἐπικυβιστῶ, άω (AM) κάνω κυβίστηση (= τούμπα) επάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… …   Dictionary of Greek

  • κυβιστητεία — κυβιστητεία, ἡ (Α) η κυβίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυβιστητεύω] …   Dictionary of Greek

  • παρακυβιστώ — άω, Μ χάνω την ισορροπία μου κατά την κυβίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»] …   Dictionary of Greek

  • τούμπα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Παιονίας, του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Φυλλίδας, του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”